- ὑδρίαν
- ὑδρίᾱν , ὕδριοςof waterfem acc sg (attic doric aeolic)ὑδρίᾱν , ὑδρίαwater-potfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
CRATERRA — apud Naevium, Lycurgô, Nam ut ludere laetantes inter se vidimus propter amnem, craterris sumere aquam ex fonte. Varronem, de Vita Pop. Rom. l. 3. Ad Sybaritanam praedam, in qua sunt tripodes, craterrae, anancae, a Populo nobilium Tarentinorum, et … Hofmann J. Lexicon universale
PUTEUS — apud Scotos ad supplicia usurpatus, quibus mares furcâ suspendere, feminas puteo immergere mos; Unde ius furcarum et putei. Idem de veteribus Germanistradit Cornel. Tacitus de German. morib. Apud Plautum, poena fuit furacium coquorum, uti… … Hofmann J. Lexicon universale
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
εξάχους — ἑξάχους, ουν και ἑξάχοος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες* («λαμβάνειν παρὰ τοῡ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»] … Dictionary of Greek
επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
πεντέχους — και πεντάχους, ουν, Α αυτός που χωρεί πέντε χόες («ὑδρίαν πεντέχουν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε / πεντα * + χοῦς (< χοῦς «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. επτά χους] … Dictionary of Greek
υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… … Dictionary of Greek